- διαισθάνεται
- διαισθάνομαιperceive distinctlypres ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενόραση — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η αντίληψη ή η κατανόηση κάποιου αντικειμένου είναι δυνατή μόνο με τη νοητική εποπτεία και χωρίς συλλογισμό. Η ε. ήταν η θεμελιώδης αρχή των νεοπλατωνικών και όλων των μυστικιστών. Κατά τους νεότερους… … Dictionary of Greek
μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… … Dictionary of Greek
Ντα Πόντε, Λορέντσο — (Lorenzo Da Ponte, Τσενέντα 1749 – Νέα Υόρκη 1838). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού λιμπρετίστα Εμανουέλε Κονελιάνο (Emanuele Conegliano). Γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια αλλά βαφτίστηκε από τον επίσκοπο Λορέντσο Ντα Πόντε (από τον οποίο πήρε… … Dictionary of Greek
διαισθητικότητα — η η ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα που έχει κάποιος να διαισθάνεται: Τον έσωσε η διαισθητικότητά του κι έτσι απόφυγε τον κίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)